παρδάλα

παρδάλα
η
1. κοινή ονομασία ποώδους ζιζανίου
2. κοινή ονομασία αποδημητικού πτηνού, αλλ. ασπρόκωλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρδαλός — ή, ό 1. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος: Παρδαλά ρούχα. 2. ασαφής, μπερδεμένος, σκοτεινός: Μου τα είπε κάπως παρδαλά. 3. το θηλ. ως ουσ., παρδαλή γυναίκα άσεμνη: Στα μεγάλα λιμάνια βρίσκεις πολλές παρδαλές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικιλόπτερος — η, ο / ποικιλόπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, παρδαλά φτερά αρχ. μτφ. ο ποικιλόφωνος («ποικιλόπτερον μέλος», Πρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • αρλεκίνος — ο (λ. ιταλ.) 1. κωμικό πρόσωπο της παλιάς αυτοσχέδιας ιταλικής κωμωδίας. 2. άνθρωπος που έχει την εμφάνιση του αρλεκίνου (ρούχα παρδαλά κτλ.) ή τον άστατο χαρακτήρα του: Τον είδες προχτές πώς ήταν ντυμένος; σωστός αρλεκίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”